Εμπορικό Δίκαιο Βασικές έννοιες

22,50 €
με ΦΠΑ
Εκδότης: Μπένου Ε.
ISBN: 9789603591269
Αριθμός Σελίδων: 368
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 24x17
Γλώσσα Γραφής: Ελληνικά
Έτος Έκδοσης: 2017
Ποσότητα

1. Ιστορική εξέλιξη
Το εμπορικό δίκαιο διαμορφώθηκε ως αυτόνομος κλάδος του δικαίου για πρώτη φορά στην Ιταλία το Μεσαίωνα προς εξυπηρέτηση των συναλλαγών της εποχής εκείνης. Το εμπορικό δίκαιο της εποχής εκείνης ήταν εθιμικό και άγραφο και ήταν δίκαιο των εμπόρων και όχι των συναλλαγών.
Πρώτη επίσημη επιστημονική επεξεργασία και κωδικοποίηση των κανόνων του εμπορικού δικαίου έγινε στη Γαλλία επί Λουδοβίκου του 14ου, όπου εκδόθηκαν δύο νομοθετήματα με τον τίτλο: «Ordonnance sur le commerce» (1673), που αφορούσε το χερσαίο εμπόριο και «Ordonnance sur la marine» (1681), που αφορούσε το θαλάσσιο εμπόριο.
Το 1807, επί εποχής Ναπολέοντα, εκδόθηκε ο Ναπολεόντειος Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας (Code de Commerce), ο οποίος βασίσθηκε στα ανωτέρω νομοθετήματα και αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα νομοθετήματα του εμπορικού δικαίου. Ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας, ο οποίος αποτελείτο από τέσσερα βιβλία, καθιέρωσε μια νέα αντίληψη στο εμπορικό δίκαιο, το οποίο έπαψε πλέον να είναι το δίκαιο των εμπόρων και μετατράπηκε σε δίκαιο του εμπορίου.
Ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εμπορική νομοθεσία πολλών κρατών, όπως και της Ελλάδας, που αποτέλεσε τη βασική πηγή του ελληνικού εμπορικού δικαίου.
Εκτός από το Γαλλικό Εμπορικό Κώδικα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως είναι ο Ισπανικός Εμπορικός Κώδικας (Codigo di Commercio) του 1891, ο οποίος είναι και ο πρώτος που καθιέρωσε το εμπορικό μητρώο, ο Γερμανικός Εμπορικός Νόμος (Handelsgesetz¬buch) του 1897, ο οποίος θεώρησε το εμπορικό δίκαιο ως το δίκαιο του εμπόρου, ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας (Codice Civile) του 1942, ο οποίος περιέχει κωδικοποίηση των αστικών και εμπορικών νόμων και θεωρεί το εμπορικό δίκαιο ως το δίκαιο της επιχείρησης.
2. Έννοια και αντικείμενο του εμπορικού δικαίου
Το εμπορικό δίκαιο είναι το τμήμα εκείνο του ιδιωτικού δικαίου, το οποίο περιλαμβάνει τους ειδικούς κανόνες που ρυθμίζουν τις εμπορικές βιοτικές σχέσεις. Ουσιαστικά, το εμπορικό δίκαιο είναι το δίκαιο που ρυθμίζει τη λειτουργία και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εμπόριο.
Η έννοια του εμπορίου έχει δύο διαστάσεις: μια οικονομική και μια νομική. Η οικονομική διάσταση αναφέρεται στη διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών1 από την παραγωγή στην κατανάλωση. Δηλαδή, στην οικονομική έννοια του εμπορίου περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που έχουν ως αντικείμενο τη διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση. Δεν περιλαμβάνονται, ωστόσο, οι δραστηριότητες που έχουν σχέση με την παραγωγή των αγαθών και την κατανάλωσή τους.
Από την άλλη πλευρά, στη νομική έννοια του εμπορίου συμπεριλαμβάνονται, εκτός των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με τη διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών (προϊόντων ή υπηρεσιών), και εκείνες που σχετίζονται με την επεξεργασία και μεταποίηση των αγαθών, δηλαδή τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία 2. Συνεπώς, στο ελληνικό εμπορικό δίκαιο η έννοια του εμπορίου περιλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων και σχέσεων, με τις οποίες πραγματοποιείται η κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανικής μετατροπής της πρώτης ύλης σε χρήσιμα πράγματα. Στο σημείο αυτό, η νομική έννοια είναι ευρύτερη από την οικονομική έννοια. Ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται κατά βάση, ο πρωτογενής κλάδος της οικονομίας, τα ακίνητα, καθώς και τα ελευθέρια επαγγέλματα, που περιλαμβάνονται στην οικονομική έννοια. Σε αυτό λοιπόν το σημείο, η νομική έννοια είναι στενότερη της οικονομικής έννοιας.
Χαρακτηριστικό στοιχείο που διακρίνει τις δραστηριότητες της διαμεσολάβησης στο εμπόριο είναι: ο κίνδυνος (ως απειλή κατά εννόμου συμφέροντος ή αγαθού) και η πρόθεση του κέρδους. Δηλαδή, αυτό που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, αρκεί η συγκεκριμένη μεσολαβητική δραστηριότητα να έχει τη δυνατότητα να επιφέρει κάποια ζημία, ως επίσης, να έχει τη δυνατότητα να αποφέρει κάποιο εμπορικό κέρδος (ανεξάρτητα εάν το επιτύχει ή όχι).
3. Πηγές του εμπορικού δικαίου
Όπως προαναφέρθηκε, βασική πηγή του Εμπορικού Νόμου είναι ο Γαλλικός Εμπορικός Κώδικας, του οποίου το κείμενο στη γαλλική γλώσσα εισήχθη αυτούσιο στη χώρα μας με τις αποφάσεις των πρώτων Εθνοσυνελεύσεων Επιδαύρου (1822), Άστρους (1823) και Τροιζήνος (1827)4.
Επίσημη μετάφραση του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα εισήχθη με το Βασιλικό Διάταγμα της 19 Απριλίου/1 Μαΐου 1835 «περί Εμπορικού Νόμου», η οποία περιλάμβανε τα ήδη ισχύοντα τότε τρία πρώτα κεφάλαια του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα. Αργότερα δε αντικαταστάθηκε από το Βασιλικό Διάταγμα της 2/14 Μαΐου 1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», το οποίο περιείχε μόνο το τέταρτο κεφάλαιο του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα, το οποίο αφορά τις εμπορικές πράξεις και την εμπορική αρμοδιότητα και είχε καταργηθεί το 1830.
Σήμερα, ο Εμπορικός Νόμος περιέχει μόνο το μέρος του Γαλλικού Εμπορικού Κώδικα, που αφορά τις εμπορικές πράξεις και την εμπορική ιδιότητα. Ενώ, μια σειρά από μεταγενέστερα νομοθετήματα, που αφορούν και ρυθμίζουν τα ζητήματα των επιμέρους κλάδων του εμπορικού δικαίου (όπως π.χ. τα αξιόγραφα5, τις εταιρίες6, τις ασφαλίσεις 7, τον ανταγωνισμό 8, τη βιομηχανική ιδιοκτησία 9, τις τραπεζικές και χρηματιστηριακές συναλλαγές 10, την προστασία του καταναλωτή11, κ.λπ.), έχουν τροποποιήσει και συμπληρώσει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική εμπορική νομοθεσία.
Δυστυχώς, ενιαία κωδικοποίηση της εμπορικής νομοθεσίας δεν έχει ακόμη συνταχθεί, απλά υπάρχουν κωδικοποιημένα νομοθετήματα μόνο για ορισμένους ειδικούς τομείς του εμπορικού δικαίου.
Άλλη πηγή του εμπορικού δικαίου αποτελούν οι διεθνείς συμβάσεις σε θέματα που αφορούν το εμπόριο και τις εμπορικές συναλλαγές, οι οποίες έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα. Τέτοιες συμβάσεις μπορεί να είναι διμερείς, όπως FNC Treaties ή πολυμερείς, όπως η GATT, η GATS και η TRIPS.
Επίσης, σημαντικότατη πηγή της εμπορικής μας νομοθεσίας αποτελεί το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα το Δίκαιο που αφορά την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς, το οποίο έχει επηρεάσει κατά τρόπο ιδιαίτερα σημαντικό το εμπορικό δίκαιο 12.
Εκτός από τις γραπτές πηγές υπάρχουν και οι άγραφες πηγές, όπως είναι το εμπορικό έθιμο, το οποίο είναι μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά στο εμπόριο με την πεποίθηση ότι είναι υποχρεωτική η τήρησή της από κανόνα δικαίου 13. Το έθιμο αποτελεί, όπως και ο νόμος, πρωτογενή πηγή δικαίου και έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει, τροποποιήσει ή καταργήσει γραπτό νόμο, αρκεί να μην είναι νόμος δημόσιας τάξης. Σήμερα δεν υπάρχουν πολλά εμπορικά έθιμα και αυτά που υπάρχουν είναι κατά το πλείστον τοπικά.
Τέλος, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του εμπορικού δικαίου παίζουν οι εμπορικές συνήθειες, με τη μορφή των συναλλακτικών ηθών του εμπορίου, οι κανόνες δεοντολογίας, καθώς και οι γενικοί όροι των συναλλαγών.
Οι εμπορικές συνήθειες, οι οποίες διαφέρουν από τόπο σε τόπο, μολονότι συγχέονται με το έθιμο, διαφέρουν από αυτό, κατά το γεγονός ότι οι συναλλασσόμενοι που τις ακολουθούν δεν έχουν την πεποίθηση ότι είναι υποχρεωτική η εφαρμογή τους. Οι εμπορικές συνήθειες βοηθούν κατά την ερμηνεία των εμπορικών συναλλαγών από το δικαστή.
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλα κράτη, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο φροντίζει για τη συλλογή και καταγραφή σε ιδιαίτερο βιβλίο των εμπορικών εθίμων και συνηθειών.
Οι γενικοί όροι των συναλλαγών, είναι έντυποι όροι «προκατασκευασμένοι» από τις επιχειρήσεις και περιέχονται σε εμπορικές συμβάσεις για μαζικές συναλλαγές 14.
Οι γενικοί όροι συναλλαγών, λόγω της συνεχούς επανάληψής τους, έχουν διαμορφώσει πλέον μια κατηγορία τυποποιημένων συμβάσεων, και ως εκ τούτου επιδρούν στη διαμόρφωση του εμπορικού δικαίου15.
4. Η σχέση του Εμπορικού Δικαίου με το Αστικό Δίκαιο
Το αστικό δίκαιο, ειδικότερα δε το ενοχικό δίκαιο, αποτέλεσε τη πηγή προέλευσης και τη βάση της εξέλιξης του εμπορικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάπτυξη του εμπορικού δικαίου ως ειδικού κλάδου δικαίου προήλθε από την αναγκαιότητα να δημιουργηθούν ρυθμίσεις, που επιτρέπουν στους φορείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τη μια πλευρά, μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία στη λήψη αποφάσεων και, από την άλλη πλευρά, μεγαλύτερη ασφάλεια και αυστηρότητα στην εκτέλεση αυτών.
Με βάση λοιπόν την ιδιαίτερη αυτή σχέση που έχουν τα δύο δίκαια μεταξύ τους, αντιμετωπίζονται ως ειδικό προς γενικό. Δηλαδή, το εμπορικό δίκαιο λειτουργεί ως ειδικό σε σχέση με το αστικό δίκαιο που θεωρείται ως γενικό. Αυτό σημαίνει ότι σε μια σχέση εμπορικού χαρακτήρα έχουν πρωτίστως εφαρμογή οι διατάξεις του εμπορικού δικαίου και, εάν είναι αναγκαίο, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του αστικού δικαίου.
5. Η διάρθρωση του εμπορικού δικαίου σε επί μέρους κλάδους
Το περιεχόμενο του εμπορικού δικαίου είναι ευρύτατο, δεδομένου ότι καλύπτει ρυθμιστικά έναν ιδιαίτερα εκτενή χώρο δραστηριοτήτων. Μάλιστα, η στενή σχέση του εμπορικού δικαίου με την οικονομική δραστηριότητα, καθιστά απαραίτητη τη συνεχή εξέλιξή και επέκτασή του, ώστε να είναι δυνατόν να παρακολουθήσει την εξέλιξή της. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο κάθε κλάδος οικονομικής δραστηριότητας έχει το ιδιαίτερο ρυθμιστικό πλαίσιο που αρμόζει στις ανάγκες του, καθίσταται αναγκαία η διάκριση του εμπορικού δικαίου σε επί μέρους κλάδους, ώστε να εξυπηρετηθεί καλύτερα η ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών κανόνων.

10 αντικείμενα

Ειδικοί αριθμοί αναφοράς