Άρτα 1875-1882. Οι δυο φίλοι, ο Λιόντος και ο Νετζίπ, συνεχίζουν την περιπετειώδη ζωή τους ολοένα με αυξανόμενη ένταση.
Μεγαλώνουν, αντιμετωπίζουν δύσκολες στιγμές και γεγονότα, αλλά δεν παύουν και οι φάρσες προς τον ορκισμένο εχθρό τους, τον Φάσγανο, καθώς και οι κωμικές περιπέτειες του Λιόντου.
Δίπλα τους στέκεται ο παππούς Ισμαήλ, ενώ στην πορεία τους μπλέκονται άρχοντες και φτωχολογιά, φοροεισπράκτορες και λαθρέμποροι, ληστές και κολίγοι, η καταγωγή των μουσουλμάνων της Ηπείρου, οι αστείες παραστάσεις του τούρκικου Καραγκιόζη, οι χοροεσπερίδες, το Παρθεναγωγείο, ο πόθος των Ελλήνων για λευτεριά και οι απογοητεύσεις των Τούρκων, ο πόλεμος.
Ο Ντογάν γίνεται ακόμη πιο φανατικός. Ο τολμηρός Μπεχ ζάτ θα ξαφνιάσει τους δυο φίλους. Αποκαλύπτεται ο δολοφόνος του πατέρα του Λιόντου, ενώ ο μεγάλος έρωτάς του θα τον οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις.
Οι ελπίδες του ενός φίλου φαντάζουν εφιάλτες για τον άλλο, η ζωή τούς φέρνει μπροστά σε μεγάλα διλήμματα, το όνειρο ξεπροβάλλει, χάνεται και ανατέλλει ξανά.
Το ιστορικό πλαίσιο του ΙΜΑΡΕΤ
Η μυθοπλασία του Ιμαρέτ διαδραματίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει συνεχώς εδάφη, ενώ με το Τανζιμάτ του 1839 και το Χατιχουμαγιούν του 1856 (σουλτανικά φιρμάνια) έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της ισονομίας των πολιτών και της παροχής ελευθεριών στους χριστιανούς. Την ίδια περίοδο, και μέχρι το 1881, τα σύνορα του ελληνικού κράτους βρίσκονται στη γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού κόλπου, κι ακόμη δεν έχουν απελευθερωθεί η Θεσσαλία και η Ήπειρος. Η Άρτα, η οποία υποτάχθηκε στους Οθωμανούς το 1449, βρίσκεται κοντά στα σύνορα με φυσικό όριο, προς την Αιτωλοακαρνανία και την ελεύθερη Ελλάδα, τον μικρό ποταμό Άννινο. Στις 15 Ιανουάριου 1854 εξεγείρονται οι κάτοικοι του Ραδοβυζίου και των Τζουμέρκων (περιοχές της επαρχίας Άρτας και συγχρόνως βουνά της οροσειράς της Πίνδου), ενώ στη συνέχεια η επανάσταση εξαπλώνεται σε όλη την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Ντόπιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί ηγούνται της επανάστασης στην Άρτα κι ενισχύονται με μικρά τμήματα υπό τον υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Σπύρο Καραϊσκάκη (γιος του Γεώργιου), τον Δημήτριο Γρίβα και άλλους. Διεξάγονται μάχες στα ορεινά, οι επαναστάτες καταλαμβάνουν τα λιμάνια του Αμβρακικού κόλπου κι έως τις 24 Ιανουαρίου ελέγχουν όλη την ύπαιθρο μέχρι τις εκβολές του Αράχθου, πλην μερικών χωριών του κάμπου και της πόλης όπου οχυρώνεται ο Οθωμανικός Στρατός. Οι επαναστάτες συγκροτούν στρατηγείο στο Πέτα και κυκλώνουν την πόλη. Ακολουθούν νέες περιφερειακές μάχες και επιτίθενται στην Άρτα, καταλαμβάνοντας για λίγες ώρες την πόλη εκτός από το κάστρο. Ο επαναστατικός αγώνας κρατά μέχρι τον Απρίλιο με συγκρούσεις και διαστήματα απραξίας. Οι Οθωμανοί ενισχύονται με τμήματα στρατού, διχόνοιες ξεσπούν ανάμεσα στους Έλληνες οπλαρχηγούς και πολλοί αποχωρούν, ώσπου στις 13 Απριλίου 6.000 Οθωμανοί στρατιώτες επιτίθενται στους 600 εναπομείναντες αντάρτες στο Πέτα. Οι Έλληνες ηττώνται και η επανάσταση εκπνέει. Δεύτερο επαναστατικό κίνημα ξεσπά στο Ραδοβύζι και στα Τζουμέρκα τον Δεκέμβριο του 1866. Οι πολεμικές συγκρούσεις περιορίζονται στα ορεινά, ενώ στην πόλη της Άρτας άτακτα σώματα Αλβανών προβαίνουν, με την καθοδήγηση των οθωμανικών αρχών, σε λεηλασίες καταστημάτων και βιαιοπραγίες. Με μικρής έκτασης συμπλοκές η επανάσταση διαρκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1867, οπότε και σβήνει. Τον Ιανουάριο του 1878 εξεγείρονται και πάλι οι κάτοικοι του Ραδοβυζίου και των Τζουμέρκων. Διεξάγονται μάχες στη γέφυρα της Πλάκας, στο Δημαριό και, η πλέον πολύνεκρη, στο Κλείτσοβο (σήμερα Κλειδί). Παρά τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων, κι όπως καμιά βοήθεια δεν έρχεται πλέον απ’ την ελεύθερη Ελλάδα μετά τη μάχη στο Κλείτσοβο, η επανάσταση εξασθενεί. Ωστόσο, εκτιμάται ότι συνέβαλε να ληφθεί η απόφαση που καταγράφηκε στο 13ο πρωτόκολλο της 5ης Ιουλίου 1878 κατά το συνέδριο των μεγάλων δυνάμεων στο Βερολίνο. Σύμφωνα με αυτή καλούσαν τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει με την Ελλάδα για τη διευθέτηση των συνόρων στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Ύστερα από συνεχείς αναβολές των συνομιλιών και σκόπιμες καθυστερήσεις από πλευράς της οθωμανικής ηγεσίας υπογράφεται στις 24 Μαΐου 1881 στην Κωνσταντινούπολη η σύμβαση που προέβλεπε την παραχώρηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου, δηλαδή της περιοχής της Άρτας ανατολικά του Αράχθου. Στις 24 Ιουνίου 1881 ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην πόλη της Άρτας, έπειτα από 432 χρόνια Οθωμανοκρατίας, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους την επισκέπτεται ο βασιλιάς Γεώργιος Α’.